- νεοφιλελευθερισμός
- ο(οικ.-κοινων.) σύγχρονο οικονομικό και θεωρητικό ρεύμα που γεννήθηκε έπειτα από την επαναξιολόγηση τών αρχών τού φιλελευθερισμού υπό το πρίσμα τών νέων καταστάσεων και το οποίο δέχεται μεν την παρέμβαση τού κράτους στην οικονομία, όχι όμως για να κατευθύνει αυτό την οικονομική ζωή αλλά για να προσδιορίσει το νομικό πλαίσιο που θα επιτρέπει την οργάνωση τού συναγωνισμού, την αρμονική λειτουργία τού μηχανισμού τών τιμών και ώς έναν βαθμό την αναχαίτιση τών μονοπωλιακών υπερβάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoliberalism (< νε[ο]-* + liberalism < liber «ελεύθερος»)].
Dictionary of Greek. 2013.